μολυβόνερο

μολυβόνερο
το
βλ. μολυβδόνερο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μολυβδόνερο — και μολυβόνερο, το (φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”